μελιό

μελιό
το , μελιός ο см. μελία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μελιό" в других словарях:

  • μελιό — το βλ. μελιός …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • μέλεγος — και μέλεος και μελιγός και μελιός, ο, και μελιό, το (Μ μελεός και μελιός, ὁ) το φυτό μελία ή φράξο, φράξινο ή φλαμουριά («κι η βελανιδιά κι ο μέλεγος κι ο νερόχαρος λωτός», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελία, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μελιός — Κοινή ονομασία του είδους Fraxinus ornus, της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό και με τις ονομασίες μέλεγος ή φράξος. Πρόκειται για μικρό φυλλοβόλο δέντρο, ύψους έως 15 μ. Τα λευκά του άνθη είναι εύοσμα και οργανώνονται σε… …   Dictionary of Greek

  • φλαμουριά — η 1. το δέντρο «φιλύρα», το φλαμούρι. 2. το δέντρο «μελία», ο μελιάς, το μελιό, ο φράξος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»